ειδοποιητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριο έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος… … Dictionary of Greek
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… … Dictionary of Greek
ειδοποιητικός — ή, ό ειδοποιητήριος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)